ἀτίμητο

ἀτίμητο
ἀ̱τί̱μητο , ἀτιμάω
dishonour
imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἀ̱τίμητο , ἀτιμάω
dishonour
plup ind mp 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀτί̱μητο , ἀτιμάω
dishonour
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ατίμητος — η, ο 1. αυτός που δεν τιμήθηκε, περιφρονημένος: Είχε κάνει τόσα για τον τόπο, που δεν έπρεπε να πεθάνει ατίμητος. 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος: Το κόσμημα αυτό σήμερα είναι ατίμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”